- καλολογία
- η (Μ καλολογία) [καλολογώ]το να εκφράζεται κάποιος κομψά και με γλαφυρότητανεοελλ.επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη σπουδή και τη διδασκαλία τού καλού, δηλ. τού ωραίου, αλλ. αισθητική.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλολογία — η η επιστήμη του καλού, αισθητική: Υπάρχουν βιβλία νεοελληνικής καλολογίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
καλαισθητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλαισθησία* («καλαισθητική κρίση») 2. αυτός που γίνεται με καλαισθησία, καλαίσθητος («καλαισθητική διακόσμηση») 3. το θηλ. ως ουσ. η καλαισθητική η φιλοσοφική εποπτεία τού καλού, δηλ. τού ωραίου στην… … Dictionary of Greek
καλολογικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλολογία, στην αισθητική τού λόγου («καλολογικά στοιχεία τού λογοτεχνήματος») 2. κομψός, γλαφυρός από φραστική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλολογῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στον Π. Βράιλα Αρμένη] … Dictionary of Greek
Ζαλούχος, Δημήτριος — (1862 – 1927). Νομικός και φυσικομαθηματικός. Διετέλεσε καθηγητής της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης και υφηγητής του φυσικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ίδρυσε την πρώτη πτηνοτροφική σχολή στην Ελλάδα και επινόησε ένα νέο είδος εκκολαπτικών… … Dictionary of Greek
αισθητικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με τα αισθητήρια: Οι αισθητικές θηλές των φυτών. 2. αυτός που έχει σχέση με την αισθητική, την επιστήμη του ωραίου: Τα αισθητικά φαινόμενα άρχισαν να μελετιούνται συστηματικά από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. 3. το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλολογία: Βρήκαμε όλα τα καλολογικά στοιχεία του ποιήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)